βιβλιεκδοτικός

βιβλιεκδοτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την έκδοση βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοεκδότης. Η λ. βιβλιεκδοτικόν (κατάστημα) μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιεκδοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την έκδοση βιβλίων: Αυτή η χρονιά χαρακτηρίστηκε από έντονη βιβλιεκδοτική δραστηριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”